ρευματοκλείστης

ρευματοκλείστης
ο, Ν
ηλεκτρικός διακόπτης («αθόρυβος ρευματοκλείστης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, -ατος + κλείνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”